Ετυμολογία

επεξεργασία
contexte < λατινική contextus (συναρμολόγηση, συνάθροιση) < contexere (υφαίνω μαζί)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɔ̃.tɛkst/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

contexte (fr) αρσενικό

  1. το συγκειμενικό πλαίσιο (μιας λέξης, μιας πρότασης, ενός εδαφίου), τα συμφραζόμενα
  2. το σύνολο των περιστάσεων μέσα στις οποίες εισέρχεται ένα γεγονός, το πλαίσιο

Συγγενικά

επεξεργασία