contextuel
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | contextuel | contextuels |
θηλυκό | contextuelle | contextuelles |
Επίθετο επεξεργασία
contextuel (fr)
- σχετικός με ένα συγκειμενικό πλαίσιο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη contexte