Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εδάφιο τα εδάφια
      γενική του εδαφίου
εδάφιου
των εδαφίων
    αιτιατική το εδάφιο τα εδάφια
     κλητική εδάφιο εδάφια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εδάφιο ελληνιστική ἐδάφιον, υποκ. του εδάφους.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈða.fi.o/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εδάφιο ουδέτερο

  1. η μικρότερη υποδιαίρεση μιας παραγράφου ενός κειμένου
  2. μικρή παράγραφος κειμένου, ιδιαίτερα νομικού ή θρησκευτικού που διακρίνεται από τις άλλες με αρίθμηση αριθμού ή γράμματος του αλφάβητου

  Μεταφράσεις επεξεργασία