Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
contextualisation contextualisations

  Ουσιαστικό επεξεργασία

contextualisation (fr) θηλυκό

  1. η τοποθέτηση μιας ιδέας, μιας λέξης, κ.α. σε ένα συγκειμενικό πλαίσιο
  2. η τοποθέτηση ενός γεγονότος σε ένα γενικότερο σύνολο περιστάσεων

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη contexte