context
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
context | contexts |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
context (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- το πλαίσιο, το συγκείμενο, η κατάσταση στην οποία συμβαίνει κάτι και αυτό με βοηθά να το καταλάβω
- ⮡ Seen in this context…
- Αν το δεις κανείς μέσα σ' αυτό το πλαίσιο…
- ⮡ The battle of Thermopylae became a legend going beyond its narrow historical context.
- Η μάχη των Θερμοπυλών ξεφεύγοντας από τα στενά ιστορικά πλαίσια έγινε θρύλος.
- ⮡ historical/educational/political context - ιστορικό/εκπαιδευτικό/πολιτιστικό συγκείμενο
- ⮡ Seen in this context…
- τα συμφραζόμενα, το συγκείμενο, οι λέξεις που έρχονται λίγο πριν και μετά από μια λέξη, φράση ή δήλωση και με βοηθούν να κατανοήσω το νόημά της
- ⮡ The word was unfamiliar to me, but I understood what it meant from the context.
- Η λέξη μου ήταν άγνωστη, αλλά κατάλαβα τι σήμαινε από τα συμφραζόμενα.
- ⮡ This word is interpreted through its context.
- Αυτή η λέξη ερμηνεύεται στο συγκείμενό της.
- ⮡ The word was unfamiliar to me, but I understood what it meant from the context.