ενικός         πληθυντικός  
context contexts

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

context (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. το πλαίσιο, το συγκείμενο, η κατάσταση στην οποία συμβαίνει κάτι και αυτό με βοηθά να το καταλάβω
      Seen in this context
    Αν το δεις κανείς μέσα σ' αυτό το πλαίσιο
      The battle of Thermopylae became a legend going beyond its narrow historical context.
    Η μάχη των Θερμοπυλών ξεφεύγοντας από τα στενά ιστορικά πλαίσια έγινε θρύλος.
      historical/educational/political context - ιστορικό/εκπαιδευτικό/πολιτιστικό συγκείμενο
  2. τα συμφραζόμενα, το συγκείμενο, οι λέξεις που έρχονται λίγο πριν και μετά από μια λέξη, φράση ή δήλωση και με βοηθούν να κατανοήσω το νόημά της
      The word was unfamiliar to me, but I understood what it meant from the context.
    Η λέξη μου ήταν άγνωστη, αλλά κατάλαβα τι σήμαινε από τα συμφραζόμενα.
      This word is interpreted through its context.
    Αυτή η λέξη ερμηνεύεται στο συγκείμενό της.

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία