σύμφραση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σύμφραση | οι | συμφράσεις |
γενική | της | σύμφρασης* | των | συμφράσεων |
αιτιατική | τη | σύμφραση | τις | συμφράσεις |
κλητική | σύμφραση | συμφράσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμφράσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σύμφραση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σύμφρα(σις) + -ση (και μεσαιωνική) < αρχαία ελληνική συμφράζω. Συγχρονικά αναλύεται σε (συν) σύμ- + φράση
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsiɱ.fɾa.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύμ‐φρα‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίασύμφραση θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη φράση
Μεταφράσεις
επεξεργασία σύμφραση
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .