πολυλεκτικός όρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυλεκτικός όρος < → δείτε τις λέξεις πολυλεκτικός και όρος
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαπολυλεκτικός όρος αρσενικό
- μια έννοια που εκφράζεται / σημαίνεται με πολλές λέξεις και αποκτά συγκεκριμένη σημασία
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολυλεκτικός όρος