περιφραστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- περιφραστικός < ελληνιστική περιφραστικός < περίφρασις
Επίθετο
επεξεργασία
περιφραστικός, -ή, -ό
- που αποτελείται από περισσότερες της μιας λέξεις
- βαρέθηκα τις περιφραστικές απαντήσεις, θέλω ένα ναι ή ένα όχι
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
περιφραστικός