περίφρασις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπερίφρασις θηλυκό γεν. -εως
Συγγενικά
επεξεργασία- περιφράζομαι (σκέφτομαι καλά,ίσως σφαιρικα, ένα θέμα/ μιλώ περιφραστικά)
- περιφραδής
περίφρασις θηλυκό γεν. -εως