Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιφραδής < περιφράζομαι

  Επίθετο επεξεργασία

περιφραδής-ής, -ές γεν. -έος

  • ο ιδιαίτερα συνετός, ο πολύ προσεκτικός, που εξετάζει και μιλά για κάτι σφαιρικά, που το γνωρίζει ίσως από όλες τις πλευρές

Συγγενικά επεξεργασία