περίφραση
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | περίφραση | οι | περιφράσεις |
γενική | της | περίφρασης* | των | περιφράσεων |
αιτιατική | την | περίφραση | τις | περιφράσεις |
κλητική | περίφραση | περιφράσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιφράσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- περίφραση < αρχαία ελληνική περίφρασις
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
περίφραση θηλυκό < περιφράζω
γραμμ. η έκφραση μιας έννοιας με δυο ή περισσότερες λέξεις «συμμαχίαν ποιούμαι» αντί συμμαχώ, «οι κάτοικοι των δασών» αντί τα θηρία, «το άστρον της νυκτός» αντί σελήνη
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
περίφραση
|