Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φράσῐς αἱ φράσεις
      γενική τῆς φράσεως τῶν φράσεων
      δοτική τῇ φράσει ταῖς φράσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν φράσῐν τὰς φράσεις
     κλητική ! φράσῐ φράσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φράσει
γεν-δοτ τοῖν  φρασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φράσις < φράζω, θέμα φρασ-

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φράσις, -εως

  1. η ομιλία, η έκφραση
    ἀσαφὴς γὰρ ἦν ἐν τῇ φράσει τῶν πραγμάτων. (γιατί δεν ήταν σαφής όταν εξέφραζε όσα έγιναν) (Χρειάζεται στοιχεία παραθέματος)
    δεινὸς περὶ τὴν φράσιν (εξαιρετικός στην ομιλία, στην έκφραση)
  2. ύφος, ίσως και προφορά
    Ἀττικὴ ἡ φράσις

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη φράζω για θέματα με φρασ-

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία