φράσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | φράσῐς | αἱ | φράσεις |
γενική | τῆς | φράσεως | τῶν | φράσεων |
δοτική | τῇ | φράσει | ταῖς | φράσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | φράσῐν | τὰς | φράσεις |
κλητική ὦ! | φράσῐ | φράσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φράσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φρασέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φράσις < φράζω, θέμα φρασ-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφράσις, -εως
- η ομιλία, η έκφραση
- ⮡ ἀσαφὴς γὰρ ἦν ἐν τῇ φράσει τῶν πραγμάτων. (γιατί δεν ήταν σαφής όταν εξέφραζε όσα έγιναν) (Χρειάζεται στοιχεία παραθέματος)
- ⮡ δεινὸς περὶ τὴν φράσιν (εξαιρετικός στην ομιλία, στην έκφραση)
- ύφος, ίσως και προφορά
- ⮡ Ἀττικὴ ἡ φράσις
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φράζω για θέματα με φρασ-
Σύνθετα
επεξεργασία- ἀντίφρασις
- ἔκφρασις (η περιγραφή)
- ἐπίφρασις
- μετάφρασις (η παράφραση)
- παράφρασις (η παράφραση)
- περίφρασις (η περίφραση)
- σύμφρασις
Πηγές
επεξεργασία- φράσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φράσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.