φράσις
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φράσις < αρχαία ελληνική φράσις
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φράσις θηλυκό
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | φράσις | φράσει | φράσεις |
Γενική | φράσεως | φρασέοιν | φράσεων |
Δοτική | φράσει | φρασέοιν | φράσεσι(ν) |
Αιτιατική | φράσιν | φράσει | φράσεις |
Κλητική | φράσι | φράσει | φράσεις |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φράσις < αρχαία ελληνική φράζω < ίσως συγγενές της λέξης φρήν
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φράσις ἡ, -εως
- η ομιλία, η έκφραση
- ἀσαφὴς γὰρ ἦν ἐν τῇ φράσει τῶν πραγμάτων. (γιατί δεν ήταν σαφής όταν εξέφραζε όσα έγιναν)
- δεινὸς περὶ τὴν φράσιν (εξαιρετικός στην ομιλία, στην έκφραση)
- ύφος, ίσως και προφορά
- Ἀττικὴ ἡ φράσις
Επεξεργασία
- ἡ φραδή (πρόγνωση, προαναγγελία, προειδοποίηση, γνώση)
- φραδάζω κάνω κάτι γνωστό, μιλώ για αυτό
- φραδής,-ής, -ές, γεν. -έος (συνετός, έμπειρος, ιδιαίτερα έξυπνος)
- φράδμων, -ων, -ον γεμ. -ονος (ό,τι και το φραδής
- φραδμοσύνη (επιδεξιότητα, ευφυία)
- φραστέον
- ὁ φραστήρ, -ῆρος (που δίνει πληροφορίες, καθοδηγεί, οδηγός)
- ὁ φράστωρ, -ορος (ο οδηγός)
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- περίφρασις, η περίφραση
- ἔκφρασις, η περιγραφή
- παράφρασις, η παράφραση
- μετάφρασις, η παράφραση