παράφραση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παράφραση | οι | παραφράσεις |
γενική | της | παράφρασης* | των | παραφράσεων |
αιτιατική | την | παράφραση | τις | παραφράσεις |
κλητική | παράφραση | παραφράσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραφράσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παράφραση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παράφραση θηλυκό
- η διατύπωση με άλλες λέξεις μιας φράσης, έτσι ώστε να εξυπηρετεί δικές μου εκφραστικές ανάγκες
- μικροαπόκλιση από το αρχικό νόημα φράσης για να εξυπηρετεί νέες ανάγκες, ήπια παραποίηση
- (μουσική) ελεύθερη εκτέλεση πρωτότυπου κομματιού, διασκευή
Μεταφράσεις επεξεργασία
παράφραση