ἔκφρασις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἔκφρασις < αρχαία ελληνική ἐκφράζω < ἐκ + φράζω (< συγγενές προς τη φράση και ίσως προς τη λέξη φρήν και όχι προς το φράσσω/φράγμα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἔκφρασις ἡ, -εως
- η περιγραφή με λόγια