αντιγυρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααντιγυρίζω
- ανταποδίδω κυριως φραστικά, αντιμιλώ χρησιμοποιώντας τα επιχειρήματα του άλλου συνομιλητή
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αντιγυρίζω | αντιγύριζα | θα αντιγυρίζω | να αντιγυρίζω | αντιγυρίζοντας | |
β' ενικ. | αντιγυρίζεις | αντιγύριζες | θα αντιγυρίζεις | να αντιγυρίζεις | αντιγύριζε | |
γ' ενικ. | αντιγυρίζει | αντιγύριζε | θα αντιγυρίζει | να αντιγυρίζει | ||
α' πληθ. | αντιγυρίζουμε | αντιγυρίζαμε | θα αντιγυρίζουμε | να αντιγυρίζουμε | ||
β' πληθ. | αντιγυρίζετε | αντιγυρίζατε | θα αντιγυρίζετε | να αντιγυρίζετε | αντιγυρίζετε | |
γ' πληθ. | αντιγυρίζουν(ε) | αντιγύριζαν αντιγυρίζαν(ε) |
θα αντιγυρίζουν(ε) | να αντιγυρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αντιγύρισα | θα αντιγυρίσω | να αντιγυρίσω | αντιγυρίσει | ||
β' ενικ. | αντιγύρισες | θα αντιγυρίσεις | να αντιγυρίσεις | αντιγύρισε | ||
γ' ενικ. | αντιγύρισε | θα αντιγυρίσει | να αντιγυρίσει | |||
α' πληθ. | αντιγυρίσαμε | θα αντιγυρίσουμε | να αντιγυρίσουμε | |||
β' πληθ. | αντιγυρίσατε | θα αντιγυρίσετε | να αντιγυρίσετε | αντιγυρίστε | ||
γ' πληθ. | αντιγύρισαν αντιγυρίσαν(ε) |
θα αντιγυρίσουν(ε) | να αντιγυρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αντιγυρίσει | είχα αντιγυρίσει | θα έχω αντιγυρίσει | να έχω αντιγυρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αντιγυρίσει | είχες αντιγυρίσει | θα έχεις αντιγυρίσει | να έχεις αντιγυρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αντιγυρίσει | είχε αντιγυρίσει | θα έχει αντιγυρίσει | να έχει αντιγυρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αντιγυρίσει | είχαμε αντιγυρίσει | θα έχουμε αντιγυρίσει | να έχουμε αντιγυρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αντιγυρίσει | είχατε αντιγυρίσει | θα έχετε αντιγυρίσει | να έχετε αντιγυρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αντιγυρίσει | είχαν αντιγυρίσει | θα έχουν αντιγυρίσει | να έχουν αντιγυρίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιγυρίζω
|