Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιμιλώ < αντί + μιλώ

αντιμιλώ

  1. μιλάω εναντίον κάποιου
  2. φέρνω αντιρρήσεις με αυθάδη τρόπο, αυθαδιάζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία