Δείτε επίσης: πολεμίστρια
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολεμίστρα οι πολεμίστρες
      γενική της πολεμίστρας των πολεμιστρών
    αιτιατική την πολεμίστρα τις πολεμίστρες
     κλητική πολεμίστρα πολεμίστρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πολεμίστρα < μεσαιωνική ελληνική πολεμίστρα < πολεμώ + -τρα
Στρατιώτης ρίχνει βολή με κανόνι πίσω από τις πολεμίστρες.

Ουσιαστικό

επεξεργασία