Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kʁe.no/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
créneau créneaus

créneau (fr) αρσενικό

  1. η πολεμίστρα
  2. το κενό