loophole
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
loophole | loopholes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαloophole (en)
- το παραθυράκι, δυνατότητα παράκαμψης των νόμιμων, των τυπικών διαδικασιών, χρήσης πλάγιων τρόπων
- ⮡ The regulation leaves many loopholes.
- Ο κανονισμός αφήνει πολλά παραθυράκια.
- ⮡ The regulation leaves many loopholes.