• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

οχύρωμα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : ὀχύρωμα

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Συγγενικά
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οχύρωμα τα οχυρώματα
      γενική του οχυρώματος των οχυρωμάτων
    αιτιατική το οχύρωμα τα οχυρώματα
     κλητική οχύρωμα οχυρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
οχύρωμα < αρχαία ελληνική ὀχύρωμα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

οχύρωμα ουδέτερο

  • η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του οχυρώνω καθώς και οι σχετικές κατασκευές

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • οχύρωση

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τις λέξεις οχυρώνω και οχυρός

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    οχύρωμα
  • αγγλικά : fortification (en)
  • γαλλικά : fortification (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=οχύρωμα&oldid=5500800"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 05:46

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Φεβρουαρίου 2022, στις 05:46.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας