οχύρωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οχύρωμα < αρχαία ελληνική ὀχύρωμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοχύρωμα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του οχυρώνω καθώς και οι σχετικές κατασκευές
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οχύρωμα