ἔπαλξις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἔπαλξῐς | αἱ | ἐπάλξεις |
γενική | τῆς | ἐπάλξεως | τῶν | ἐπάλξεων |
δοτική | τῇ | ἐπάλξει | ταῖς | ἐπάλξεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ἔπαλξῐν | τὰς | ἐπάλξεις |
κλητική ὦ! | ἔπαλξῐ | ἐπάλξεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπάλξει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐπαλξέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἔπαλξις, ήδη ομηρικό < → λείπει η ετυμολογία → δείτε τη λέξη ἐπαλέξω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἔπαλξις θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) αμυντική κατασκευή
- (ειδικότερα) το πάνω μέρος του τείχους από το οποίο χτυπούσαν οι αμυνόμενοι
Πηγές
επεξεργασία- ἔπαλξις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔπαλξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.