↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τόμος οι τόμοι
      γενική του τόμου των τόμων
    αιτιατική τον τόμο τους τόμους
     κλητική τόμε τόμοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Μερικοί από τους τόμους μιας εγκυκλοπαίδειας.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τόμος < αρχαία ελληνική τόμος < τέμνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τόμος αρσενικό

  1. το καθένα από τα δεμένα βιβλία που αποτελούν ένα ενιαίο σύγγραμμα (μυθιστόρημα, επιστημονικό έργο, εγκυκλοπαίδεια κλπ)
    ο πρώτος τόμος της εγκυκλοπαίδειας αυτής έχει τα λάμματα από Α έως ΑΚΑ"
  2. (πληροφορική) volume: διαμέρισμα (partition) που έχει διαμορφωθεί με ένα σύστημα αρχείων (file system)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία