τόμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τόμος | οι | τόμοι |
γενική | του | τόμου | των | τόμων |
αιτιατική | τον | τόμο | τους | τόμους |
κλητική | τόμε | τόμοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τόμος < αρχαία ελληνική τόμος < τέμνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίατόμος αρσενικό
- το καθένα από τα δεμένα βιβλία που αποτελούν ένα ενιαίο σύγγραμμα (μυθιστόρημα, επιστημονικό έργο, εγκυκλοπαίδεια κλπ)
- ο πρώτος τόμος της εγκυκλοπαίδειας αυτής έχει τα λάμματα από Α έως ΑΚΑ"
- (πληροφορική) volume: διαμέρισμα (partition) που έχει διαμορφωθεί με ένα σύστημα αρχείων (file system)