volume
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
volume | volumes |
Συνήθως στον ενικό. |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
volume (en)
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
volume | volumes |
volume (fr) αρσενικό
Επεξεργασία
Ιταλικά (it) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
volume (it)