Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

speak volumes < → δείτε τις λέξεις speak και volumes

  Έκφραση επεξεργασία

speak volumes (en)

  • (ιδιωματισμός) λέω πολλά, μαρτυρώ
    His silence speaks volumes.
    Η σιωπή του λέει πολλά.
    This speaks volumes for his courage.
    Αυτό λέει πολλά για το θάρρος του.
    His donations speak volumes about his generosity.
    Οι δωρεές του μαρτυρούν τη γενναιοδωρία του.

  Πηγές επεξεργασία