speak volumes
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαspeak volumes (en)
- (ιδιωματισμός) λέω πολλά, μαρτυρώ
- ⮡ His silence speaks volumes.
- Η σιωπή του λέει πολλά.
- ⮡ This speaks volumes for his courage.
- Αυτό λέει πολλά για το θάρρος του.
- ⮡ His donations speak volumes about his generosity.
- Οι δωρεές του μαρτυρούν τη γενναιοδωρία του.
- ⮡ His silence speaks volumes.
Πηγές
επεξεργασία- speak (idioms): speak volumes (about/for something/somebody) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 495-497. ISBN 9780194325684., λήμμα: λέ(γ)ω