volumineux
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαvolumineux < λατινική voluminosus
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vɔ.ly.mi.nø/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | volumineux | volumineux |
θηλυκό | volumineuse | volumineuses |
volumineux (fr)