δίτομος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δίτομος | η | δίτομη | το | δίτομο |
γενική | του | δίτομου | της | δίτομης | του | δίτομου |
αιτιατική | τον | δίτομο | τη | δίτομη | το | δίτομο |
κλητική | δίτομε | δίτομη | δίτομο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δίτομοι | οι | δίτομες | τα | δίτομα |
γενική | των | δίτομων | των | δίτομων | των | δίτομων |
αιτιατική | τους | δίτομους | τις | δίτομες | τα | δίτομα |
κλητική | δίτομοι | δίτομες | δίτομα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδίτομος -η -ο
- που αποτελείται από δύο τόμους
- ↪ δίτομο λεξικό, δίτομη εγκυκλοπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία δίτομος
|