Δείτε επίσης: τόμος, -τόμος
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -τομος η -τομη το -τομο
      γενική του -τομου της -τομης του -τομου
    αιτιατική τον -τομο τη(ν) -τομη το -τομο
     κλητική -τομε -τομη -τομο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -τομοι οι -τομες τα -τομα
      γενική των -τομων των -τομων των -τομων
    αιτιατική τους -τομους τις -τομες τα -τομα
     κλητική -τομοι -τομες -τομα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
-τομος < τόμος

-τομος, -η, -ο

Μεταφράσεις

επεξεργασία



λείπει η κλίση

Ετυμολογία

επεξεργασία
-τομος < τόμος

-τομος, -η, -ον

  • β' συνθετικό επιθέτων που προσδιορίζουν τον αριθμό των τεμαχίων στο οποίο έχει κοπεί ένα αντικείμενο
    τρίτομος (κομμένος στα τρία: ελληνιστική κοινή)