Δείτε επίσης: ἐπιτομή, επίτομος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιτομή οι επιτομές
      γενική της επιτομής των επιτομών
    αιτιατική την επιτομή τις επιτομές
     κλητική επιτομή επιτομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επιτομή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιτομή < ἐπιτέμνω < ἐπί + τέμνω. Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + -τομή

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.pi.toˈmi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐το‐μή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

επιτομή θηλυκό

  1. σύνοψη ενός κειμένου
  2. συγκέντρωση κειμένων σε έναν τόμο
  3. που συγκεντρώνει τα καλύτερα χαρακτηριστικά ενός προσώπου ή αντικειμένου, το τυπικό ή τέλειο παράδειγμα
    ⮡  επιτομή της πρακτικότητας / τσιγκουνιάς / κακίας / κομψότητας
    ※  Η ιστορία των σκουπιδιών είναι η επιτομή του ελληνικού παραλογισμού (* εφημερίδα Καθημερινή, 10.12.2009])
     συνώνυμα: ενσάρκωση, προσωποποίηση, πρότυπο, υπόδειγμα

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία