επιτομή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επιτομή | οι | επιτομές |
γενική | της | επιτομής | των | επιτομών |
αιτιατική | την | επιτομή | τις | επιτομές |
κλητική | επιτομή | επιτομές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επιτομή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιτομή < ἐπιτέμνω < ἐπί + τέμνω. Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + -τομή
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pi.toˈmi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐το‐μή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπιτομή θηλυκό
- σύνοψη ενός κειμένου
- συγκέντρωση κειμένων σε έναν τόμο
- που συγκεντρώνει τα καλύτερα χαρακτηριστικά ενός προσώπου ή αντικειμένου, το τυπικό ή τέλειο παράδειγμα
- ⮡ επιτομή της πρακτικότητας / τσιγκουνιάς / κακίας / κομψότητας
- ※ Η ιστορία των σκουπιδιών είναι η επιτομή του ελληνικού παραλογισμού (* εφημερίδα Καθημερινή, 10.12.2009])
- ≈ συνώνυμα: ενσάρκωση, προσωποποίηση, πρότυπο, υπόδειγμα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- επιτομή στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιτομή
Πηγές
επεξεργασία- επιτομή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας