Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐπιτομή αἱ ἐπιτομαί
      γενική τῆς ἐπιτομῆς τῶν ἐπιτομῶν
      δοτική τῇ ἐπιτομ ταῖς ἐπιτομαῖς
    αιτιατική τὴν ἐπιτομήν τὰς ἐπιτομᾱ́ς
     κλητική ! ἐπιτομή ἐπιτομαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐπιτομᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ἐπιτομαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπιτομή < ἐπιτέμνω < ἐπι- + τέμνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐπιτομή

  1. η επιφανειακή τομή
  2. συντόμευση, σύνοψη, περίληψη
  3. επιτομή

  Πηγές επεξεργασία