-τομή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -τομή | οι | -τομές |
γενική | της | -τομής | των | -τομών |
αιτιατική | τη(ν) | -τομή | τις | -τομές |
κλητική | -τομή | -τομές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -τομή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -τομία, ίσως ως παρανόηση από την προφορά του γαλλικού -tomie[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /toˈmi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -το‐μή
Επίθημα
επεξεργασία-τομή θηλυκό
- (ιατρική) άλλη μορφή του -τομία
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ "-τομή" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- -τομή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)