↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -τομή οι -τομές
      γενική της -τομής των -τομών
    αιτιατική τη(ν) -τομή τις -τομές
     κλητική -τομή -τομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
-τομή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -τομία, ίσως ως παρανόηση από την προφορά του γαλλικού -tomie[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /toˈmi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -το‐μή

  Επίθημα

επεξεργασία

-τομή θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • -τομήΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)