Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρανόηση οι παρανοήσεις
      γενική της παρανόησης* των παρανοήσεων
    αιτιατική την παρανόηση τις παρανοήσεις
     κλητική παρανόηση παρανοήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρανοήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρανόηση < ελληνιστική κοινή παρανόησις < αρχαία ελληνική παρανοέω ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική misunderstanding[1] [2])

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ɾaˈno.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρα‐νό‐η‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρανόηση θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. παρανόησηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. παρανόηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας