↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παρανόησῐς αἱ παρανοήσεις
      γενική τῆς παρανοήσεως τῶν παρανοήσεων
      δοτική τῇ παρανοήσει ταῖς παρανοήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παρανόησῐν τὰς παρανοήσεις
     κλητική ! παρανόησῐ παρανοήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παρανοήσει
γεν-δοτ τοῖν  παρανοησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρανόησις < παρανοέω / παρανοῶ, παρανοη- + -σις (-ησις)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παρανόησις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία