επίτομος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | επίτομος | η | επίτομη | το | επίτομο |
γενική | του | επίτομου | της | επίτομης | του | επίτομου |
αιτιατική | τον | επίτομο | την | επίτομη | το | επίτομο |
κλητική | επίτομε | επίτομη | επίτομο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | επίτομοι | οι | επίτομες | τα | επίτομα |
γενική | των | επίτομων | των | επίτομων | των | επίτομων |
αιτιατική | τους | επίτομους | τις | επίτομες | τα | επίτομα |
κλητική | επίτομοι | επίτομες | επίτομα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- επίτομος < ελληνιστική κοινή ἐπίτομος < αρχαία ελληνική ἐπιτέμνω < ἐπί + τέμνω, μορφολογικά αναλύεται επί- + -τομος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈpi.to.mos/
Επίθετο επεξεργασία
επίτομος, -η, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επίτομος
|