επίτομα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επίτομα < επίτομ(ος) + -α
Επίρρημα επεξεργασία
επίτομα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επίτομα
→ δείτε τη λέξη συνοπτικά |
επίτομα
→ δείτε τη λέξη συνοπτικά |