↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετράτομος η τετράτομη το τετράτομο
      γενική του τετράτομου της τετράτομης του τετράτομου
    αιτιατική τον τετράτομο την τετράτομη το τετράτομο
     κλητική τετράτομε τετράτομη τετράτομο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετράτομοι οι τετράτομες τα τετράτομα
      γενική των τετράτομων των τετράτομων των τετράτομων
    αιτιατική τους τετράτομους τις τετράτομες τα τετράτομα
     κλητική τετράτομοι τετράτομες τετράτομα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τετράτομος < τετρά- + -τομος

  Επίθετο

επεξεργασία

τετράτομος, -η, -ο

  • που δημοσιεύτηκε σε τέσσερις τόμους
    ※  Αυτός ομολογεί, ότι τών, οίς έχρητο, χειρογράφων το άριστον υπήρχε τετράτομος κώδηξ μετά της μεγάλης και της μικράς Μασόρας και του Ταργούμ καθωπλισμένος, γεγραμμένος δε και τετονισμένος το 1455 ! (Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, Περί των ερμηνευτών της Παλαιάς Θείας Γραφής, τόμος τρίτος, Αθήνα, 1844, σελ. 182 [1])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία