vignette
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
vignette | vignettes |
vignette (fr) θηλυκό
- κάθε ένα από τα σχέδια των κόμικς
- → δείτε τη λέξη bande dessinée
- το ένσημο
ενικός | πληθυντικός |
vignette | vignettes |
vignette (fr) θηλυκό