Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ζενιθικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ζενιθικ
ός
η
ζενιθικ
ή
το
ζενιθικ
ό
γενική
του
ζενιθικ
ού
της
ζενιθικ
ής
του
ζενιθικ
ού
αιτιατική
τον
ζενιθικ
ό
τη
ζενιθικ
ή
το
ζενιθικ
ό
κλητική
ζενιθικ
έ
ζενιθικ
ή
ζενιθικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ζενιθικ
οί
οι
ζενιθικ
ές
τα
ζενιθικ
ά
γενική
των
ζενιθικ
ών
των
ζενιθικ
ών
των
ζενιθικ
ών
αιτιατική
τους
ζενιθικ
ούς
τις
ζενιθικ
ές
τα
ζενιθικ
ά
κλητική
ζενιθικ
οί
ζενιθικ
ές
ζενιθικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ζενιθικός
<
ζενίθ
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
ζενιθικός, -ή, -ό
(&
ζενιθιακός
)
που έχει σχέση ή αναφέρεται στο
ζενίθ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ζενιθικός