Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αζιμούθιο τα αζιμούθια
      γενική του αζιμούθιου
αζιμουθίου
των αζιμούθιων
αζιμουθίων
    αιτιατική το αζιμούθιο τα αζιμούθια
     κλητική αζιμούθιο αζιμούθια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αζιμούθιο < (λόγιο δάνειο) αγγλική azimuth < παλαιά γαλλική *azimut < αραβική اَلسُّمُوت ((al) as-sumuut, έναρθρος πληθυντικός οι κατευθύνσεις): [1] [2] αραβική سُمُوت (sumuut), πληθυντικός του سَمْت (samt, δρόμος, κατεύθυνση). Δείτε και το ζενίθ.
 
Αναπαράσταση υπολογισμού του αζιμούθιου.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ziˈmu.θi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ζι‐μού‐θι‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αζιμούθιο ουδέτερο

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία