Ετυμολογία

επεξεργασία
azimuth < (λόγιο δάνειο) παλαιά γαλλική *azimut < αραβική اَلسُّمُوت ((al) as-sumuut, έναρθρος πληθυντικός οι κατευθύνσεις) [1] → και δείτε τη λέξη αζιμούθιο Συγγενή: zenith.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

azimuth (en)

Παράγωγα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. azimuth - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)