azimuto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | azimuto | azimutoj |
αιτιατική | azimuton | azimutojn |
azimuto (eo)
- το αζιμούθιο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | azimuto | azimutoj |
αιτιατική | azimuton | azimutojn |
azimuto (eo)