ναδίρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ναδίρ ουδέτερο άκλιτο
- (αστρονομία) το χαμηλότερο σε σχέση με κάποιον παρατηρητή σημείο ενός ουράνιου σώματος
- (μεταφορικά) το κατώτατο σημείο
- ※ Στο ναδίρ το διεθνές εμπόριο, στο ζενίθ οι φόβοι προστατευτισμού (Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 21/4/2013)
- ≠ αντώνυμα: απόγειο, αποκορύφωμα, ακμή, κολοφώνας, μεσουράνημα
Αντώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.