Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζενιθιακός η ζενιθιακή το ζενιθιακό
      γενική του ζενιθιακού της ζενιθιακής του ζενιθιακού
    αιτιατική τον ζενιθιακό τη ζενιθιακή το ζενιθιακό
     κλητική ζενιθιακέ ζενιθιακή ζενιθιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζενιθιακοί οι ζενιθιακές τα ζενιθιακά
      γενική των ζενιθιακών των ζενιθιακών των ζενιθιακών
    αιτιατική τους ζενιθιακούς τις ζενιθιακές τα ζενιθιακά
     κλητική ζενιθιακοί ζενιθιακές ζενιθιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζενιθιακός < ζενίθ + -ιακός

  Επίθετο επεξεργασία

ζενιθιακός, -ή, -ό (& ζενιθικός)

  • που έχει σχέση ή αναφέρεται στο ζενίθ

  Μεταφράσεις επεξεργασία