αμεσουράνητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.me.suˈɾa.ni.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐με‐σου‐ρά‐νη‐τπς
Επίθετο επεξεργασία
αμεσουράνητος
- (για ουράνιο σώμα) που δεν έχει μεσουρανήσει
Συγγενικά επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη μεσουρανώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμεσουράνητος
|