ντεκρετσέντο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντεκρετσέντο < ιταλική decrescendo
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντεκρετσέντο ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη ντεκρεσέντο
Επίρρημα επεξεργασία
ντεκρετσέντο
- → δείτε τη λέξη ντεκρεσέντο
ντεκρετσέντο ουδέτερο
ντεκρετσέντο