Επίρρημα

επεξεργασία

decrescendo (fr)

  1. ντεκρεσέντο
     συνώνυμα: diminuendo, en diminuant
  2. (μεταφορικά) σε συνεχή μείωση, ελάττωση
     συνώνυμα: en décroissant

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
decrescendo decrescendos

decrescendo (fr) αρσενικό

  1. το ντεκρεσέντο

Αντώνυμα

επεξεργασία