décroissant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | décroissant | décroissants |
θηλυκό | décroissante | décroissantes |
Επίθετο
επεξεργασίαdécroissant (fr)
- φθίνων, που μειώνεται, που ελαττώνεται, μειούμενος, μειωτικός
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | décroissant | décroissants |
θηλυκό | décroissante | décroissantes |
décroissant (fr)