ψηλώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /psiˈlo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψη‐λώ‐νω
- ομόηχο: ψιλώνω
Ρήμα
επεξεργασίαψηλώνω, πρτ.: ψήλωνα, στ.μέλλ.: θα ψηλώσω, αόρ.: ψήλωσα, μτχ.π.π.: ψηλωμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- (αμετάβατο) γίνομαι πιο ψηλός, αυξάνεται το ύψος μου
- το παιδί ψήλωσε απότομα αυτούς τους τελευταίους μήνες
- (αμετάβατο) (μεταφορικά) αισθάνομαι ότι γίνομαι καλύτερος, δυνατότερος, πιο αξιόλογος, υψηλοφρονώ
- παραφρονώ
- ※ Της Φραγκογιαννούς άρχισε πράγματι «να ψηλώνη ο νους της». Είχε «παραλογίσει» επί τέλους. Επόμενον ήτο, διότι είχεν εξαρθή εις ανώτερα ζητήματα. Έκλινεν επί του λίκνου. Έχωσε τους δύο μακρούς, σκληρούς δακτύλους μέσα εις το στόμα του μικρού, διά να «το σκάση». (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η Φόνισσα)
- παραφρονώ
- (αμετάβατο) ανεβαίνω σε μεγαλύτερο ύψος
- ⮡ ψήλωσε ο ήλιος και άρχισε η ζέστη
- (μεταβατικό) αυξάνω το ύψος ενός πράγματος
- ⮡ τα κάγκελα της βεράντας είναι επικίνδυνα για το μωρό και πρέπει να τα ψηλώσουμε
- (μεταβατικό) κάνω κάποιον να φαίνεται πιο ψηλός από όσο είναι
- ⮡ τα στενά παντελόνια την ψηλώνουν
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψηλώνω | ψήλωνα | θα ψηλώνω | να ψηλώνω | ψηλώνοντας | |
β' ενικ. | ψηλώνεις | ψήλωνες | θα ψηλώνεις | να ψηλώνεις | ψήλωνε | |
γ' ενικ. | ψηλώνει | ψήλωνε | θα ψηλώνει | να ψηλώνει | ||
α' πληθ. | ψηλώνουμε | ψηλώναμε | θα ψηλώνουμε | να ψηλώνουμε | ||
β' πληθ. | ψηλώνετε | ψηλώνατε | θα ψηλώνετε | να ψηλώνετε | ψηλώνετε | |
γ' πληθ. | ψηλώνουν(ε) | ψήλωναν ψηλώναν(ε) |
θα ψηλώνουν(ε) | να ψηλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ψήλωσα | θα ψηλώσω | να ψηλώσω | ψηλώσει | ||
β' ενικ. | ψήλωσες | θα ψηλώσεις | να ψηλώσεις | ψήλωσε | ||
γ' ενικ. | ψήλωσε | θα ψηλώσει | να ψηλώσει | |||
α' πληθ. | ψηλώσαμε | θα ψηλώσουμε | να ψηλώσουμε | |||
β' πληθ. | ψηλώσατε | θα ψηλώσετε | να ψηλώσετε | ψηλώστε | ||
γ' πληθ. | ψήλωσαν ψηλώσαν(ε) |
θα ψηλώσουν(ε) | να ψηλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ψηλώσει | είχα ψηλώσει | θα έχω ψηλώσει | να έχω ψηλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ψηλώσει | είχες ψηλώσει | θα έχεις ψηλώσει | να έχεις ψηλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ψηλώσει | είχε ψηλώσει | θα έχει ψηλώσει | να έχει ψηλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ψηλώσει | είχαμε ψηλώσει | θα έχουμε ψηλώσει | να έχουμε ψηλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ψηλώσει | είχατε ψηλώσει | θα έχετε ψηλώσει | να έχετε ψηλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ψηλώσει | είχαν ψηλώσει | θα έχουν ψηλώσει | να έχουν ψηλώσει |
|