ψιλώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψιλώνω < αρχαία ελληνική ψιλόω / ψιλῶ + -ώνω < ψιλός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /psiˈlo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψι‐λώ‐νω
- ομόηχο: ψηλώνω
Ρήμα
επεξεργασίαψιλώνω, αόρ.: ψίλωσα, παθ.φωνή: ψιλώνομαι/ψιλούμαι, π.αόρ.: ψιλώθηκα, μτχ.π.π.: ψιλωμένος[1]
- (γραμματική) βάζω το πνεύμα της ψιλής
- → δείτε τη λέξη ψιλούμαι
- (παρωχημένο) αποψιλώνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψιλώνω | ψίλωνα | θα ψιλώνω | να ψιλώνω | ψιλώνοντας | |
β' ενικ. | ψιλώνεις | ψίλωνες | θα ψιλώνεις | να ψιλώνεις | ψίλωνε | |
γ' ενικ. | ψιλώνει | ψίλωνε | θα ψιλώνει | να ψιλώνει | ||
α' πληθ. | ψιλώνουμε | ψιλώναμε | θα ψιλώνουμε | να ψιλώνουμε | ||
β' πληθ. | ψιλώνετε | ψιλώνατε | θα ψιλώνετε | να ψιλώνετε | ψιλώνετε | |
γ' πληθ. | ψιλώνουν(ε) | ψίλωναν ψιλώναν(ε) |
θα ψιλώνουν(ε) | να ψιλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ψίλωσα | θα ψιλώσω | να ψιλώσω | ψιλώσει | ||
β' ενικ. | ψίλωσες | θα ψιλώσεις | να ψιλώσεις | ψίλωσε | ||
γ' ενικ. | ψίλωσε | θα ψιλώσει | να ψιλώσει | |||
α' πληθ. | ψιλώσαμε | θα ψιλώσουμε | να ψιλώσουμε | |||
β' πληθ. | ψιλώσατε | θα ψιλώσετε | να ψιλώσετε | ψιλώστε | ||
γ' πληθ. | ψίλωσαν ψιλώσαν(ε) |
θα ψιλώσουν(ε) | να ψιλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ψιλώσει | είχα ψιλώσει | θα έχω ψιλώσει | να έχω ψιλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ψιλώσει | είχες ψιλώσει | θα έχεις ψιλώσει | να έχεις ψιλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ψιλώσει | είχε ψιλώσει | θα έχει ψιλώσει | να έχει ψιλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ψιλώσει | είχαμε ψιλώσει | θα έχουμε ψιλώσει | να έχουμε ψιλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ψιλώσει | είχατε ψιλώσει | θα έχετε ψιλώσει | να έχετε ψιλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ψιλώσει | είχαν ψιλώσει | θα έχουν ψιλώσει | να έχουν ψιλώσει |
|
- και λόγια παθητικήφωνή: ψιλούμαι
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψιλώνομαι | ψιλωνόμουν(α) | θα ψιλώνομαι | να ψιλώνομαι | ||
β' ενικ. | ψιλώνεσαι | ψιλωνόσουν(α) | θα ψιλώνεσαι | να ψιλώνεσαι | ||
γ' ενικ. | ψιλώνεται | ψιλωνόταν(ε) | θα ψιλώνεται | να ψιλώνεται | ||
α' πληθ. | ψιλωνόμαστε | ψιλωνόμαστε ψιλωνόμασταν |
θα ψιλωνόμαστε | να ψιλωνόμαστε | ||
β' πληθ. | ψιλώνεστε | ψιλωνόσαστε ψιλωνόσασταν |
θα ψιλώνεστε | να ψιλώνεστε | (ψιλώνεστε) | |
γ' πληθ. | ψιλώνονται | ψιλώνονταν ψιλωνόντουσαν |
θα ψιλώνονται | να ψιλώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ψιλώθηκα | θα ψιλωθώ | να ψιλωθώ | ψιλωθεί | ||
β' ενικ. | ψιλώθηκες | θα ψιλωθείς | να ψιλωθείς | ψιλώσου | ||
γ' ενικ. | ψιλώθηκε | θα ψιλωθεί | να ψιλωθεί | |||
α' πληθ. | ψιλωθήκαμε | θα ψιλωθούμε | να ψιλωθούμε | |||
β' πληθ. | ψιλωθήκατε | θα ψιλωθείτε | να ψιλωθείτε | ψιλωθείτε | ||
γ' πληθ. | ψιλώθηκαν ψιλωθήκαν(ε) |
θα ψιλωθούν(ε) | να ψιλωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ψιλωθεί | είχα ψιλωθεί | θα έχω ψιλωθεί | να έχω ψιλωθεί | ψιλωμένος | |
β' ενικ. | έχεις ψιλωθεί | είχες ψιλωθεί | θα έχεις ψιλωθεί | να έχεις ψιλωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ψιλωθεί | είχε ψιλωθεί | θα έχει ψιλωθεί | να έχει ψιλωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ψιλωθεί | είχαμε ψιλωθεί | θα έχουμε ψιλωθεί | να έχουμε ψιλωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ψιλωθεί | είχατε ψιλωθεί | θα έχετε ψιλωθεί | να έχετε ψιλωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ψιλωθεί | είχαν ψιλωθεί | θα έχουν ψιλωθεί | να έχουν ψιλωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ψιλωμένος - είμαστε, είστε, είναι ψιλωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ψιλωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ψιλωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ψιλωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ψιλωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ψιλωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ψιλωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψιλώνω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)