Δείτε επίσης: ψηλώνω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψιλώνω < αρχαία ελληνική ψιλόω / ψιλῶ + -ώνω < ψιλός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /psiˈlo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψι‐λώ‐νω
ομόηχο: ψηλώνω

  Ρήμα επεξεργασία

ψιλώνω, αόρ.: ψίλωσα, παθ.φωνή: ψιλώνομαι/ψιλούμαι, π.αόρ.: ψιλώθηκα, μτχ.π.π.: ψιλωμένος[1]

  1. (γραμματική) βάζω το πνεύμα της ψιλής
    → δείτε τη λέξη ψιλούμαι
  2. (παρωχημένο) αποψιλώνω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)