Ετυμολογία

επεξεργασία
ψιλόω < ψιλός + jω

ψιλόω-ψιλῶ

  1. απογυμνώνω από τρίχες, φτερά, κλαριά
    • ψιλόω τὴν κεφαλήν τινος (τον κουρεύω, ίσως τον αφήνω φαλακρό / ψιλοῦν τὰ δέρματα / ψιλοῦν τὰ δένδρα / ψιλοῦτο δὲ καλὰ κάρηνα (ήταν φαλακρός) / χελιδόνες... ἐψιλωμέναι (χωρίς πτέρωμα)
  2. στερώ δυνάμεις, αποδυναμώνω, αφήνω κάποιον άοπλο, γυμνό από άμυνα
    • καὶ πολλῇ σπουδῇ μᾶλλον ἔπεμπεν ἐπὶ τοὺς Μήδους, ὡς ψιλώσων αὐτόν : και αμέσως έστειλε με μεγάλη βιασύνη (αγγελιοφόρους) στους Μήδους για να τον αποδυναμώσει (αποσύροντας εννοεί τα στρατεύματα των Μήδων και έτσι στερώντας του στρατιωτικές δυνάμεις)
    • καὶ ψιλωθέντων τῶν τῆς φάλαγγος κεράτων (Πολύβιος, Ιστορίαι, Βιβλίο Γ΄ 73.7
  3. κλέβω, αδειάζω, αραιώνω
  4. ξεριζώνω
    • καὶ ψιλωθῆναί τινας ῥίζας ὑπὸ ῥεύματος
  5. (ελληνιστική έννοια) βάζω ψιλή (αντίθετο: δασύνω)

Συγγενικά

επεξεργασία