ψιλόω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψιλόω < ψιλός + jω
Ρήμα
επεξεργασίαψιλόω-ψιλῶ
- απογυμνώνω από τρίχες, φτερά, κλαριά
- στερώ δυνάμεις, αποδυναμώνω, αφήνω κάποιον άοπλο, γυμνό από άμυνα
- καὶ πολλῇ σπουδῇ μᾶλλον ἔπεμπεν ἐπὶ τοὺς Μήδους, ὡς ψιλώσων αὐτόν : και αμέσως έστειλε με μεγάλη βιασύνη (αγγελιοφόρους) στους Μήδους για να τον αποδυναμώσει (αποσύροντας εννοεί τα στρατεύματα των Μήδων και έτσι στερώντας του στρατιωτικές δυνάμεις)
- καὶ ψιλωθέντων τῶν τῆς φάλαγγος κεράτων (Πολύβιος, Ιστορίαι, Βιβλίο Γ΄ 73.7
- κλέβω, αδειάζω, αραιώνω
- ξεριζώνω
- καὶ ψιλωθῆναί τινας ῥίζας ὑπὸ ῥεύματος
- (ελληνιστική έννοια) βάζω ψιλή (αντίθετο: δασύνω)