αραιώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αραιώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀραι(ῶ), συνηρημένος τύπος του ἀραιόω + -ώνω < ἀραιός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɾeˈo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ραι‐ώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίααραιώνω, αόρ.: αραίωσα, παθ.φωνή: αραιώνομαι, π.αόρ.: αραιώθηκα, μτχ.π.π.: αραιωμένος
- μειώνω την πυκνότητα κάποιου διαλύματος, προσθέτοντας μια άλλη ουσία
- κάνω κάτι σε μικρότερη χρονική συχνότητα
- μεγαλώνω την απόσταση μεταξύ πραγμάτων ή αντικειμένων
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αραιός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αραιώνω | αραίωνα | θα αραιώνω | να αραιώνω | αραιώνοντας | |
β' ενικ. | αραιώνεις | αραίωνες | θα αραιώνεις | να αραιώνεις | αραίωνε | |
γ' ενικ. | αραιώνει | αραίωνε | θα αραιώνει | να αραιώνει | ||
α' πληθ. | αραιώνουμε | αραιώναμε | θα αραιώνουμε | να αραιώνουμε | ||
β' πληθ. | αραιώνετε | αραιώνατε | θα αραιώνετε | να αραιώνετε | αραιώνετε | |
γ' πληθ. | αραιώνουν(ε) | αραίωναν αραιώναν(ε) |
θα αραιώνουν(ε) | να αραιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αραίωσα | θα αραιώσω | να αραιώσω | αραιώσει | ||
β' ενικ. | αραίωσες | θα αραιώσεις | να αραιώσεις | αραίωσε | ||
γ' ενικ. | αραίωσε | θα αραιώσει | να αραιώσει | |||
α' πληθ. | αραιώσαμε | θα αραιώσουμε | να αραιώσουμε | |||
β' πληθ. | αραιώσατε | θα αραιώσετε | να αραιώσετε | αραιώστε | ||
γ' πληθ. | αραίωσαν αραιώσαν(ε) |
θα αραιώσουν(ε) | να αραιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αραιώσει | είχα αραιώσει | θα έχω αραιώσει | να έχω αραιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αραιώσει | είχες αραιώσει | θα έχεις αραιώσει | να έχεις αραιώσει | έχε αραιωμένο | |
γ' ενικ. | έχει αραιώσει | είχε αραιώσει | θα έχει αραιώσει | να έχει αραιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αραιώσει | είχαμε αραιώσει | θα έχουμε αραιώσει | να έχουμε αραιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αραιώσει | είχατε αραιώσει | θα έχετε αραιώσει | να έχετε αραιώσει | έχετε αραιωμένο | |
γ' πληθ. | έχουν αραιώσει | είχαν αραιώσει | θα έχουν αραιώσει | να έχουν αραιώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αραιωμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αραιωμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αραιωμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αραιωμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αραιώνομαι | αραιωνόμουν(α) | θα αραιώνομαι | να αραιώνομαι | ||
β' ενικ. | αραιώνεσαι | αραιωνόσουν(α) | θα αραιώνεσαι | να αραιώνεσαι | ||
γ' ενικ. | αραιώνεται | αραιωνόταν(ε) | θα αραιώνεται | να αραιώνεται | ||
α' πληθ. | αραιωνόμαστε | αραιωνόμαστε αραιωνόμασταν |
θα αραιωνόμαστε | να αραιωνόμαστε | ||
β' πληθ. | αραιώνεστε | αραιωνόσαστε αραιωνόσασταν |
θα αραιώνεστε | να αραιώνεστε | (αραιώνεστε) | |
γ' πληθ. | αραιώνονται | αραιώνονταν αραιωνόντουσαν |
θα αραιώνονται | να αραιώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αραιώθηκα | θα αραιωθώ | να αραιωθώ | αραιωθεί | ||
β' ενικ. | αραιώθηκες | θα αραιωθείς | να αραιωθείς | αραιώσου | ||
γ' ενικ. | αραιώθηκε | θα αραιωθεί | να αραιωθεί | |||
α' πληθ. | αραιωθήκαμε | θα αραιωθούμε | να αραιωθούμε | |||
β' πληθ. | αραιωθήκατε | θα αραιωθείτε | να αραιωθείτε | αραιωθείτε | ||
γ' πληθ. | αραιώθηκαν αραιωθήκαν(ε) |
θα αραιωθούν(ε) | να αραιωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αραιωθεί | είχα αραιωθεί | θα έχω αραιωθεί | να έχω αραιωθεί | αραιωμένος | |
β' ενικ. | έχεις αραιωθεί | είχες αραιωθεί | θα έχεις αραιωθεί | να έχεις αραιωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αραιωθεί | είχε αραιωθεί | θα έχει αραιωθεί | να έχει αραιωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αραιωθεί | είχαμε αραιωθεί | θα έχουμε αραιωθεί | να έχουμε αραιωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αραιωθεί | είχατε αραιωθεί | θα έχετε αραιωθεί | να έχετε αραιωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αραιωθεί | είχαν αραιωθεί | θα έχουν αραιωθεί | να έχουν αραιωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αραιωμένος - είμαστε, είστε, είναι αραιωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αραιωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αραιωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αραιωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αραιωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αραιωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αραιωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία μειώνω την πυκνότητα κάποιου διαλύματος